- κορχυρέα
- κορχυρέα, ἡ,A subterranean channel, culvert, IG9(1).692.8 (Corc., ii B. C.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κορχυρέα — κορχυρέα, ἡ (Α) υπόγειος οχετός, υπόνομος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Εμφανίζει επίθημα έα (πρβλ. ιτ έα) και πιθ. συνδέεται με τη λ. γόργυρα* «υπόνομος»] … Dictionary of Greek